- κοκκιωματώδης
- -ες [κοκκίωμα]φρ. ιατρ. «χρόνια κοκκιωματώδης νόσος» — σπάνια κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη μικροσκοπικών αποστημάτων στα σπλάγχνα και στο λεμφικό σύστημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομμίωμα — Παθολογικό παράγωγο οζώδους μορφής με νεκρωτικά στοιχεία, που σχετίζεται με την τριτογόνο (προχωρημένη) σύφιλη και με ορισμένες μυκητιάσεις (σποροτρίχωση, ακτινομυκητίαση, βλαστομυκητίαση). Τα κ. εντοπίζονται στο δέρμα, στους μυς, στα οστά, στα… … Dictionary of Greek
πάννος — ο / πάννος ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία τού τραχώματος 2. φρ. «αρθρικός πάννος» ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που … Dictionary of Greek